λιπαρό οξύ - translation to English
Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Enter a word or phrase in any language 👆
Language:

Translation and analysis of words by ChatGPT artificial intelligence

On this page you can get a detailed analysis of a word or phrase, produced by the best artificial intelligence technology to date:

  • how the word is used
  • frequency of use
  • it is used more often in oral or written speech
  • word translation options
  • usage examples (several phrases with translation)
  • etymology

λιπαρό οξύ - translation to English


λιπαρό οξύ         
fatty acid
fatty acid         
  • [[Arachidic acid]], a saturated fatty acid
  • unsaturated fatty acids]] with a ''cis'' configuration are actually "kinked" rather than straight as shown here.
CARBOXYLIC ACID WITH A LONG ALIPHATIC CHAIN, EITHER SATURATED OR UNSATURATED
Free fatty acid; Fatty acids; Free fatty acids; Unsaturated fatty acid; Fatty Acid; Fatty acid-binding proteins; Fatty-acid; Fatty-acids; Medium chain fatty acid; LCFA; Long chain fatty acid; Long-chain fatty acids; Long-chain fatty acid; Medium-length fatty acids; Medium chain fatty acids; Long chain fatty acids; Fatty (acid); Nomenclature of fatty acids; Lipid name; Fatty acyls; Calogen; Lipid number; Straight-chain fatty acid; Straight chain fatty acid; Aromatic fatty acid; Long-chain triglyceride
λιπαρό οξύ

Wikipedia

Λιπαρό οξύ
Τα λιπαρά οξέα είναι μονοκαρβοξυλικά οξέα με μακριά ανθρακική αλυσίδα. Λόγω του μηχανισμού βιοσύνθεσής τους έχουν γενικά άρτιο αριθμό ατόμων άνθρακα. Υπάρχουν δύο ειδών λιπαρών οξέα, τα κορεσμένα και τα ακόρεστα. Τα λιπαρά οξέα βρίσκονται είτε σε υγρή, είτε σε στερεή κατάσταση και ονομάζονται «έλαια» και «λίπη» αντίστοιχα. Οι προσδιορισμοί αυτοί είναι αρκετά ανακριβείς, καθώς η φυσική κατάσταση των λιπαρών οξέων εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες. Επιπλέον, πολλά λίπη και έλαια είναι ημιστερεά. Τα ακόρεστα λόγω της παρουσίας διπλών και τριπλών �